- καταπατητής
- ο (AM καταπατητής) [καταπατώ]νεοελλ.1. αυτός που καταλαμβάνει αυθαίρετα ξένη ιδιοκτησία, ο σφετεριστής2. αυτός που αθετεί υπόσχεση που έδωσεμσν.κλέφτηςμσν.-αρχ.ανιχνευτής, κατάσκοπος, καταδότης («μὲ πονηρίαν ἀπέστειλεν τοὺς καταπατητάδες νὰ μανθάνουν ἀδιάλειπτα», Χρον. Moρ.).
Dictionary of Greek. 2013.